- τετραστύλου
- τετράστυλονwith four pillars in frontneut gen sgτετράστυλοςwith four pillars in frontmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… … Dictionary of Greek
Ιαλυσός — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 10.107 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού, στη δυτική πλευρά του όρους Φιλέρημος, 14 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου του νομού Δωδεκανήσου. Η πόλη αποτελεί ένα από τα… … Dictionary of Greek